ἐννοηματικός — notional masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννοηματικός — ή, ό (AM ἐννοηματικός, ή, όν) [εννόημα] ο γεμάτος διανοήματα, ο διανοητικός αρχ. μτφ. 1. υποκειμενικός 2. επουσιώδης 4. εφευρετικός. επίρρ... εννοηματικώς 1. με διανοήματα 2. εμφαντικώς 3. εφευρετικώς … Dictionary of Greek
ἐννοηματικά — ἐννοηματικός notional neut nom/voc/acc pl ἐννοηματικά̱ , ἐννοηματικός notional fem nom/voc/acc dual ἐννοηματικά̱ , ἐννοηματικός notional fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικῶν — ἐννοηματικός notional fem gen pl ἐννοηματικός notional masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικόν — ἐννοηματικός notional masc acc sg ἐννοηματικός notional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικαί — ἐννοηματικός notional fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικοῖς — ἐννοηματικός notional masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικοί — ἐννοηματικός notional masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικοῦ — ἐννοηματικός notional masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματική — ἐννοηματικός notional fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοηματικήν — ἐννοηματικός notional fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)